ζεβζέκης
(επίθ.)
ζεβζέκ'
[zevˈzek]
Μαλακ.
ζεβζέκ͑'
[zevˈzekʰ]
Φάρασ.
ζεβζέκι
[zevˈzeci]
Φάρασ.
Πληθ.
ζεβζέκια
[zevˈzeca]
Αξ., Μαλακ.
Από το τουρκ. επίθ. zevzek = χαζός.