δαγκάνω
(ρ.)
νταgάνω
[daˈgano]
Αξ.
ραgάνω
[raˈgano]
Σίλ.
ντακώνου
[daˈkonu]
Μισθ.
Αόρ.
ράgασα
[ˈragasa]
Σίλ.
Μεταγν. ρ. δαγκάνω.
2. Για έντομα, τσιμπώ
ό.π.τ.
:
Μύα έκατσι σ̑έρι μ’ απάνου, ράgασέ με
(Η μύγα έκατσε πάνω στο χέρι μου, με τσίμπησε)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Συνών.
δάκνω