δανεικός
(επίθ.)
δανεικό
[ðaniˈko]
Σινασσ., Φάρασ.
ντανεικό
[daniˈkο]
Αραβαν., Φλογ.
τανεικό
[taniˈko]
Φλογ.
'ανεικό
[aniˈko]
Μαλακ., Μισθ., Φλογ.
βανεικό
[vaniˈko]
Φάρασ.
Από το μεσν. επίθ. δανεικός.
Δανεικός, αυτός που δίνεται ως δάνειο
ό.π.τ.
:
Ντοτέτ' μας ένα ντανεικό ψωμί
(Δώστε μας ένα δανεικό ψωμί)
'Aμι σου γογξ̑ού τσ’ έπαρ' ανεικό ντου παλτά
(Πήγαινε στον γείτονα και πάρε δανεικό το τσεκούρι του)
Μισθ.
-Κοτσαν.
'ανεικά παράδια
(δανεικά χρήματα)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Μαρή αν έσ̑εις παράδια, δώσ' με δανεικά
(Μωρή αν έχεις λεφτά δώσε μου δανεικά)
Σινασσ.
-ΚΜΣ-ΚΠ333
|| Φρ.
Δανεικά και απογύριστα
(Δανεικά και αγύριστα˙ για πράγματα που δανείζονται και δεν επιστρέφονται)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
|| Παροιμ.
Ο Μάρτης 'ύρεψεν σον Απρίλ' α μέρα δανεικό, να μπάσει τη γρα̈́ στο χαριένι
(Ο Μάρτιος ζήτησε από τον Απρίλη μιά μέρα δανεικιά, για να μπάσει την γρια στο καζάνι˙ πρόληψη ότι την τελευταία μέρα του Μαρτίου θα κάνει πολύ κρύο)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.