ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

δάξιμο (ουσ. ουδ.) δάξιμο [ˈðaksimo] Γούρδ., Φλογ. δάξιμου [ˈðaksimu] Μαλακ. ντάξ̑ιμο [ˈdakʃimo] Αραβαν. ντάξιμου [ˈdaksimu] Μισθ. δάξιμα [ˈðaksima] Φάρασ. ράξιμα [ˈraksima] Σίλ. Από το ρ. δάκνω (αόρ. έδακα) και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο. Πβ. και μεσν. ουσ. δαξισμός.
Δάγκωμα ό.π.τ. : Τσι ράξιμα ήτου, γέβασι τα ρόνdζ̑α τ' (Τι δάγκωμα ήταν, έμπηξε τα δόντια του) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. δάκνημα