δάξιμο
(ουσ. ουδ.)
δάξιμο
[ˈðaksimo]
Γούρδ., Φλογ.
δάξιμου
[ˈðaksimu]
Μαλακ.
ντάξ̑ιμο
[ˈdakʃimo]
Αραβαν.
ντάξιμου
[ˈdaksimu]
Μισθ.
δάξιμα
[ˈðaksima]
Φάρασ.
ράξιμα
[ˈraksima]
Σίλ.
Από το ρ. δάκνω (αόρ. έδακα) και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο. Πβ. και μεσν. ουσ. δαξισμός.
Δάγκωμα
ό.π.τ.
:
Τσι ράξιμα ήτου, γέβασι τα ρόνdζ̑α τ'
(Τι δάγκωμα ήταν, έμπηξε τα δόντια του)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
δάκνημα