δαχτύλι
(ουσ. ουδ.)
δαχτύλι
[ðaxˈtili]
Αφσάρ., Τσουχούρ., Φάρασ.
νταχτύλ'
[daxˈtil]
Αξ., Αραβ., Μισθ., Σεμέντρ., Τροχ.
νταχτσ̑ύλ’
[daxˈtʃil]
Αραβαν., Γούρδ., Τελμ.
δαχτσούλι
[ðaxˈtsuli]
Τελμ.
λαχτύλι
[laˈxtili]
Αφσάρ., Τσουχούρ., Φάρασ.
λαχτύλ'
[laˈxtil]
Ανακ., Δίλ., Μαλακ., Ποτάμ., Σινασσ., Φλογ.
λαλτύλ'
[lalˈtil]
Σίλατ.
λαχτσύλι
[laxˈtsili]
Σίλ.
λαχτσύρι
[laxˈtsiri]
Σίλ.
Πληθ.
δαχτύλια
[ðaˈxtiʎa]
Σίλατ.
δαχτσ̑ύλια
[ðaxˈtʃiʎa]
Τελμ.
λαχτύγια
[laˈxtiʝa]
Ποτάμ.
Από το μεταγν. ουσ. δακτύλιον. Oι τύπ. με αρκτ. [l] από υποχωρητ. αφομ.
Δάχτυλο
ό.π.τ.
:
Λάχτα το μικρό σ' το νταχτύλ στο όιμα
(Βούτηξε το μικρό σου δάχτυλο στο αίμα)
Αξ.
-Dawk.
Έντειξε τα ντέκα τ' τα νταχτσ̑ύλια
(Έδειξε τα δέκα του τα δάχτυλα)
Αραβαν.
-Dawk.
Μούτσικού μου λαχτσύρι πουνεί
(Πονάει το μικρό μου δάχτυλο)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Κάγανε τα δαχτσ̑ύλια σ’
(Kάηκαν τα δάχτυλά σου)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Πατίγκαν ντα τσ̑αι μο το δαχτύλι τουν ση μέση
(Τα πατούσανε (ενν. τα κεφτεδάκια) και με το δάχτυλο στην μέση)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
|| Φρ.
Ούλ-λα ντα νταχτσ̑ύλια 'ς ένα ντέ 'νdαι
(Όλα τα δάχτυλά σου ίδια δεν είναι˙ το κάθε τι έχει τα χαρακτηριστικά του)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Τσ̑ίπ τα λαχτύλε παραπάρε τζ̑ού 'νdαι
(Όλα τα δάχτυλα ίσια δεν είναι˙ το ίδιο)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Το πιάν' μέλ' γλείφτσ̑ει τα νταχτσ̑ύλια τ'
(Αυτός που πιάνει το μέλι γλείφει τα δάχτυλά του˙ όποιος έρχεται σε επαφή με αγαθά του αρέσει και ίσως τα καταχράται)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Το ποιο το νταχτσ̑ύλι σ' να κόψ̑εις και ντέ να πονέεισ';
(Ποιο δάχτυλό σου θα κόψεις και δεν θα σε πονέσει;˙ οι γονείς αγαπούν το ίδιο τα παιδιά τους)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Τα ποιο σου λαχτύλι 'α κόπ' τσ̑ι τζ̑ό 'α ανdζ̑έπ';
(Ποιό δάχτυλό σου θα κόψεις και δεν θα πονέσει;˙ το ίδιο)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Ασμ.
Έπαρ’ σινιά στα χέρια σου –κορούλα μου
Μακράδια στα δαχτύλια σου –νυφούλα μου ( Πάρε κινά (κοκκινοβαφή) στα χέρια σου κορούλα μου
μαυράδια (φτιασίδια) στα δάχτυλά σου, νυφούλα μου
(γαμήλιο)) Σίλατ. -ΚΜΣ-Τραγ.
Μακράδια στα δαχτύλια σου –νυφούλα μου ( Πάρε κινά (κοκκινοβαφή) στα χέρια σου κορούλα μου
μαυράδια (φτιασίδια) στα δάχτυλά σου, νυφούλα μου
(γαμήλιο)) Σίλατ. -ΚΜΣ-Τραγ.