ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

δαχτύλι (ουσ. ουδ.) δαχτύλι [ðaxˈtili] Αφσάρ., Τσουχούρ., Φάρασ. νταχτύλ' [daxˈtil] Αξ., Αραβ., Μισθ., Σεμέντρ., Τροχ. νταχτσ̑ύλ’ [daxˈtʃil] Αραβαν., Γούρδ., Τελμ. δαχτσούλι [ðaxˈtsuli] Τελμ. λαχτύλι [laˈxtili] Αφσάρ., Τσουχούρ., Φάρασ. λαχτύλ' [laˈxtil] Ανακ., Δίλ., Μαλακ., Ποτάμ., Σινασσ., Φλογ. λαλτύλ' [lalˈtil] Σίλατ. λαχτσύλι [laxˈtsili] Σίλ. λαχτσύρι [laxˈtsiri] Σίλ. Πληθ. δαχτύλια [ðaˈxtiʎa] Σίλατ. δαχτσ̑ύλια [ðaxˈtʃiʎa] Τελμ. λαχτύγια [laˈxtiʝa] Ποτάμ. Από το μεταγν. ουσ. δακτύλιον. Oι τύπ. με αρκτ. [l] από υποχωρητ. αφομ.
Δάχτυλο ό.π.τ. : Λάχτα το μικρό σ' το νταχτύλ στο όιμα (Βούτηξε το μικρό σου δάχτυλο στο αίμα) Αξ. -Dawk. Έντειξε τα ντέκα τ' τα νταχτσ̑ύλια (Έδειξε τα δέκα του τα δάχτυλα) Αραβαν. -Dawk. Μούτσικού μου λαχτσύρι πουνεί (Πονάει το μικρό μου δάχτυλο) Σίλ. -Κωστ.Σ. Κάγανε τα δαχτσ̑ύλια σ’ (Kάηκαν τα δάχτυλά σου) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Πατίγκαν ντα τσ̑αι μο το δαχτύλι τουν ση μέση (Τα πατούσανε (ενν. τα κεφτεδάκια) και με το δάχτυλο στην μέση) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. || Φρ. Ούλ-λα ντα νταχτσ̑ύλια 'ς ένα ντέ 'νdαι (Όλα τα δάχτυλά σου ίδια δεν είναι˙ το κάθε τι έχει τα χαρακτηριστικά του) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Τσ̑ίπ τα λαχτύλε παραπάρε τζ̑ού 'νdαι (Όλα τα δάχτυλα ίσια δεν είναι˙ το ίδιο) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Το πιάν' μέλ' γλείφτσ̑ει τα νταχτσ̑ύλια τ' (Αυτός που πιάνει το μέλι γλείφει τα δάχτυλά του˙ όποιος έρχεται σε επαφή με αγαθά του αρέσει και ίσως τα καταχράται) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Το ποιο το νταχτσ̑ύλι σ' να κόψ̑εις και ντέ να πονέεισ'; (Ποιο δάχτυλό σου θα κόψεις και δεν θα σε πονέσει;˙ οι γονείς αγαπούν το ίδιο τα παιδιά τους) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Τα ποιο σου λαχτύλι 'α κόπ' τσ̑ι τζ̑ό 'α ανdζ̑έπ'; (Ποιό δάχτυλό σου θα κόψεις και δεν θα πονέσει;˙ το ίδιο) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Ασμ. Έπαρ’ σινιά στα χέρια σου –κορούλα μου
Μακράδια στα δαχτύλια σου –νυφούλα μου
( Πάρε κινά (κοκκινοβαφή) στα χέρια σου κορούλα μου
μαυράδια (φτιασίδια) στα δάχτυλά σου, νυφούλα μου
(γαμήλιο))
Σίλατ. -ΚΜΣ-Τραγ.