δεκαεφτά
(επίθ.,αριθμ.)
δεκαϊφτά
[ðekaiˈfta]
Φάρασ.
δεκαφτά
[ðekaˈfta]
Μαλακ.
δεκοφτά
[ðekοˈfta]
Αφσάρ.
δεκεφτά
[ðeceˈfta]
Αραβαν.
ντεκιφτά
[deciˈfta]
Ουλαγ.
ντιτσ̑εφτά
[ditʃeˈfta]
Μισθ.
ντετσ̑οφτά
[detʃoˈfta]
Τσαρικ.
ντικεφτέ
[diceˈfte]
Αξ., Αραβαν., Μισθ.
ρεκαφτά
[rekaˈfta]
Σίλ.
Από το μεταγν. αριθμτ. δεκαεπτά. Για τον τύπ. δεκοφτά πβ. εφτά, όπου και τύπ. οφτά.
Δεκαεφτά
ό.π.τ.
:
Στον Ευρωπαϊκό πόλεμο, ντικεφτέ, ντικοχτώ, τότε
(Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (το είδα), το 1917, το 1918, τότε)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 887