δεκάρι (I)
(ουσ. ουδ.)
δεκάρι
[ðeˈkari]
Γούρδ.
δεκάρ'
[ðeˈkar]
Φλογ.
Από το μεσν. ουσ. δεκάριον = μονάδα μέτρησης, το οπ. από το αρχ. αριθμ. δέκα και το παραγωγ. επίθμ. -άριον > -άρι.
Νόμισμα, μονέδα
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Δεκάρ' δε δίν'
(Δεν δίνει δεκάρα˙ δεν δίνει καθόλου σημασία)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361