ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

δεκάρι (I) (ουσ. ουδ.) δεκάρι [ðeˈkari] Γούρδ. δεκάρ' [ðeˈkar] Φλογ. Από το μεσν. ουσ. δεκάριον = μονάδα μέτρησης, το οπ. από το αρχ. αριθμ. δέκα και το παραγωγ. επίθμ. -άριον > -άρι.
Νόμισμα, μονέδα ό.π.τ. : || Φρ. Δεκάρ' δε δίν' (Δεν δίνει δεκάρα˙ δεν δίνει καθόλου σημασία) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361
Τροποποιήθηκε: 27/08/2024