ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

δέντρομαι (ρ.) δένdρομαι [ˈðendrome] Τελμ. Παραφθορά του μεσοπαθ. τύπ. δέρνομαι του ρ. δέρνω. Εσφαλμένη η ετυμολογ. σύναψη με ανύπαρκτο ουσ. δένδρες, η δένδρα (ΙΛΝΕ), καθώς και αυτή αποτελεί απλή παραφθορά του ουσ. άνδρες. Για το θέμα βλ. Παπαδόπουλος Κεραμεύς (1885: 157).
Μάχομαι, χτυπιέμαι : || Ασμ. Εμβαίνει, εβγαίνει, φουρκαλεί και στράτες φος γεμάτες
έχει σπαθιά και δένdρεται, κονdάρια και σκοτούται
(Μπαίνει, βγαίνει, σκουπίζει και στράτες γεμάτες σκόνη
έχει σπαθιά και δέρνεται, κοντάρια και σκοτώνεται)
Τελμ. -Lag.
Συνών. βουρουλντίζω :1, τεπελεντίζω