βουρουλντίζω
(ρ.)
βουρουλτίζω
[vurulˈtizo]
Μαλακ., Σινασσ.
Αόρ.
βουρούλτ'σα
[vuˈrultsa]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ρ. vurulmak (αόρ. vuruldu) = χτυπιέμαι, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
2. Αρρωσταίνω θανάσιμα, χτυπιέμαι από τον Χάρο
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Ω π' να βουρουλτείς!
(Ω που να χτυπηθείς!˙ Να σε χτυπήσει ο Χάρος· αρά)
Μαλακ.
-Τζιούτζ.
|| Ασμ.
Εννιά παπάδοι ευλογούν και δυό μητροπολίται
και ο γαμbρός βουρούλτισε ποτέ την ευλογούσαν (Εννιά παπάδες τελούν την λειτουργία (του γάμου) και δύο μητροπολίτες
και ο γαμπρός αρρώστησε θανάσιμα την ώρα που την ευλογούσαν) Σινασσ. -Lag. Μια κόρη καυχιούτανε, κόρ' αρραβωνιασμένη
κι εκείνη όdας καυχιούτανε ο Χάρος ανακρούταν
'ποτέ κάθεται βουρούλτισε, κόρη πήρε την δίπλα (Μια κοπέλα καυχιόταν, κοπέλα αρραβωνιασμένη
κι εκείνη καθώς καυχιόταν, ο Χάρος την άκουγε,
όπως καθόταν χτυπήθηκε από τον θάνατο, ο Χάρος την πήρε κοντά του) Σινασσ. -Lag. Συνών. αγγελοσκορπίζομαι, αγγελοχτυπιούμαι
και ο γαμbρός βουρούλτισε ποτέ την ευλογούσαν (Εννιά παπάδες τελούν την λειτουργία (του γάμου) και δύο μητροπολίτες
και ο γαμπρός αρρώστησε θανάσιμα την ώρα που την ευλογούσαν) Σινασσ. -Lag. Μια κόρη καυχιούτανε, κόρ' αρραβωνιασμένη
κι εκείνη όdας καυχιούτανε ο Χάρος ανακρούταν
'ποτέ κάθεται βουρούλτισε, κόρη πήρε την δίπλα (Μια κοπέλα καυχιόταν, κοπέλα αρραβωνιασμένη
κι εκείνη καθώς καυχιόταν, ο Χάρος την άκουγε,
όπως καθόταν χτυπήθηκε από τον θάνατο, ο Χάρος την πήρε κοντά του) Σινασσ. -Lag. Συνών. αγγελοσκορπίζομαι, αγγελοχτυπιούμαι
3. Μτφ., ερωτεύομαι
Συνών.
σεβνταλαντίζω