ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βουρουλντίζω (ρ.) βουρουλτίζω [vurulˈtizo] Μαλακ., Σινασσ. Αόρ. βουρούλτ'σα [vuˈrultsa] Μαλακ. Από το τουρκ. ρ. vurulmak (αόρ. vuruldu) = χτυπιέμαι, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
1. Χτυπιέμαι, υφίσταμαι χτύπημα, πληγώνομαι Μαλακ. Συνών. δέντρομαι, τεπελεντίζω
2. Αρρωσταίνω θανάσιμα, χτυπιέμαι από τον Χάρο ό.π.τ. : || Φρ. Ω π' να βουρουλτείς! (Ω που να χτυπηθείς!˙ Να σε χτυπήσει ο Χάρος· αρά) Μαλακ. -Τζιούτζ. || Ασμ. Εννιά παπάδοι ευλογούν και δυό μητροπολίται
και ο γαμbρός βουρούλτισε ποτέ την ευλογούσαν
(Εννιά παπάδες τελούν την λειτουργία (του γάμου) και δύο μητροπολίτες
και ο γαμπρός αρρώστησε θανάσιμα την ώρα που την ευλογούσαν)
Σινασσ. -Lag.
Μια κόρη καυχιούτανε, κόρ' αρραβωνιασμένη
κι εκείνη όdας καυχιούτανε ο Χάρος ανακρούταν
'ποτέ κάθεται βουρούλτισε, κόρη πήρε την δίπλα
(Μια κοπέλα καυχιόταν, κοπέλα αρραβωνιασμένη
κι εκείνη καθώς καυχιόταν, ο Χάρος την άκουγε,
όπως καθόταν χτυπήθηκε από τον θάνατο, ο Χάρος την πήρε κοντά του)
Σινασσ. -Lag.
Συνών. αγγελοσκορπίζομαι, αγγελοχτυπιούμαι
3. Μτφ., ερωτεύομαι Συνών. σεβνταλαντίζω