βουρουλντίζω ( ρ.
)
βουρουλτίζω
[vurulˈtizo]
Μαλακ., Σινασσ.
Αόρ.
βουρούλτ'σα
[vuˈrultsa]
Μαλακ.
...
βουρουστουρντίζω
(ρ.)
Αόρ.
βουρουσ̑τούρσα
[vuruˈʃtursa]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. vuruşturmak = κάνω δύο αντικείμενα να χτυπήσουν μεταξύ τους (vurmak = χτυπώ).
Χτυπάω κάτι πάνω σε κάτι άλλο
:
Πήρε το φσ̑αχόκκο τα θάλε· ήγρεψέν τα τζαι σα τα βουρουσ̑τούρσε μο του είσ̑ε σην τζάπην του το κασκάρι, βίνεψέ τα
(Το παιδί πήρε τις πέτρες· τις κοίταξε, και όταν τις τσούγκρισε με τον πυρόλιθο που είχε στην τζέπη του, τις πέταξε)
Φάρασ.
-Dawk.Boy
Συνών.
φρογκάω