βουλώνω
(ρ.)
βουλώνω
[vuˈlono]
Μαλακ., Σινασσ.
Αόρ.
βούλουσα
[ˈvulusa]
Μαλακ.
Μτχ.
βουλωμένο
[vuloˈmeno]
Γούρδ.
Μεσν. ρ. βουλλώνω.