ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βουκέντρι (ουσ. ουδ.) βουτσ̑έντρι [vuˈtʃendri] Τσουχούρ., Φάρασ. φ'τσ̑ένdιρ [ˈftʃendir] Μισθ. φ'κένdιρ ['fcendir] Αξ., Τροχ. φ'κενdίρ [fcen'dir] Αξ., Δίλ., Ουλαγ. φουτσ̑ενdίρι [futʃenˈdiri] Μισθ. βορκένdζ̑ι [vorˈcenʤi] Αραβαν. βερκένdζ̑ι [verˈcendʒi] Αραβαν. βερκένι [verˈceni] Ανακ., Μαλακ., Φλογ. Πληθ. φτσ̑ενdίρατα [ftʃenˈdirata] Μισθ. Από το μεσν. ουσ. βουκέντριν, το οπ. από το μεταγν. ουσ. βούκεντρον.
1. Βουκέντρα ό.π.τ. : Κρούξαμ' τα βόια μι του φ'τσ̑ένdιρ' να πουρπαΐσ'νι (Χτυπούσαμε τα βόδια με την βουκέντρα για να προχωρήσουν) Μισθ. -Κοτσαν. Κοπανίζουν μες μο το ραβντί, τσ̑ενdάν μες μο το βουτσ̑έντρι (Μας κοπανάνε με το ραβδί, μας κεντούν με την βουκέντρα) Φάρασ. -Παπαδ. Χαχτιέ μι μο το βουτσ̑έντρι σην τσ̑οιλία μου (Με χτυπάει στην κοιλιά με την βουκέντρα) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. || Ασμ. Έχ’ τσι ντου φ'τσ̑ένdιρ' τ’ ασημοκονουμένου (Έχει και την βουκέντρα του φτιαγμένη από ασήμι) Μισθ. -Κωστ.Μ. Είν' τζι ντου φουτσ̑ενdίρι σ' τσιβίνd'ρι ντο καλέμι
Είν' τζι ντα βόγια σου Πανάγιας ντα πουλίdζα
(Είναι και το κεντρί της βουκέντρας το καλαμάρι σου,
είναι και τα βόδια σου τα πουλάκια που τα προστατεύει η Παναγιά
(κάλαντα, με τον Άη Βασίλη γεωργό) )
Μισθ. -Κωστ.Μ.
Συνών. ξιβίντιρι
2. Ραβδί μέτρησης ύψους του ήλιου ως χρονόμετρο Μισθ. : Όλιους ανέβην ένα κοντάρι, ένα φ'τσ̑ένdιρ, σούκου! (Ο ήλιος ανέβηκε ένα κοντάρι, ένα βουκέντρι, σήκω!) Μισθ. -Κωστ.Μ.