βουδόγλωσσο
(ουσ.,ουσ. ουδ.)
βουδόγλουσσου
[vuˈðoɣlusu]
Μαλακ.
βοδόγλωσσα
[voˈðoɣlosa]
Ανακ.
γλογιόγλωσσα
[ɣloˈʝoɣlosa]
Αξ.
βογιόγλωσσα
[voˈʝoɣlosa]
Αξ.
Πληθ.
βοδόγλουσσις
[voˈðoɣlusis]
Μαλακ.
Μεσν. ουσ. βουδόγλωσσον. Ο τύπ. γλογιόγλωσσα πιθ. με επίδρ. του επιθ. γλυκός. Πβ. γλουκάχανα.
Το ποώδες φυτό άγχουσα η φαρμακευτική (Anchusa officinalis), κοινώς γνωστό ως βούγλωσσο, βοϊδόγλωσσα, λόγω σχήματος των φύλλων του
ό.π.τ.