ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βουδόγλωσσο (ουσ.,ουσ. ουδ.) βουδόγλουσσου [vuˈðoɣlusu] Μαλακ. βοδόγλωσσα [voˈðoɣlosa] Ανακ. γλογιόγλωσσα [ɣloˈʝoɣlosa] Αξ. βογιόγλωσσα [voˈʝoɣlosa] Αξ. Πληθ. βοδόγλουσσις [voˈðoɣlusis] Μαλακ. Μεσν. ουσ. βουδόγλωσσον. Ο τύπ. γλογιόγλωσσα πιθ. με επίδρ. του επιθ. γλυκός. Πβ. γλουκάχανα.
Το ποώδες φυτό άγχουσα η φαρμακευτική (Anchusa officinalis), κοινώς γνωστό ως βούγλωσσο, βοϊδόγλωσσα, λόγω σχήματος των φύλλων του ό.π.τ.