ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βούβος (ουσ. αρσ.) βούβος [ˈvuvos] Ανακ., Ποτάμ., Σινασσ. βούφος [ˈvufos] Γούρδ. βούγος [ˈvuɣos] Φάρασ. φούβος [ˈfuvos] Αραβαν. βούχος [ˈvuxos] Φλογ. Μεσν. ουσ. βοῦφος = μπούφος. Πβ. και μεσν. ουσ. βουβός = μπούφος, κουκουβάγια, Σταφ. Ἰατροσ. 15.437 «τοῦ βουβοῦ, ἤγουν τῆς κουκουβάγιας, τὰ νύχια εἶναι καλά». Οι λ. απώτερα ηχομιμητ., πβ. λατιν. bubo, τουρκ. puhu.
1. Είδος κουκουβάγιας (Βubo maximus) ό.π.τ. : Έκατσεν βούβος σο σπίτ’; Να πεθάνει κάποιος (Έκατσε κουκουβάγια πάνω στο σπίτι σου; Θα πεθάνει κάποιος) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ326 Βούχος αν κάτσ' σο σπίτ' απάνω, καλό δέ 'ναι (Αν κάτσει κουκουβάγια πάνω στο σπίτι, δεν είναι καλό) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 || Φρ. Να φωνάξ' βούβος σο σπίτι σ' (Να λαλήσει ο μπούφος στο σπίτι σου˙ να ερημώσει το σπίτι σου, δηλ. να εξαλειφθεί η γενιά σου· αρά) Ανακ. -Κωστ.Α.
2. Μτφ., γυναίκα με μικρά στρογγυλά βαθουλωτά μάτια Σινασσ.