ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βούζουνος (ουσ. αρσ.) βύζ̑ινος [ˈviʒinos] Φλογ. βυζ̑ίνος [viˈʒinos] Αξ., Αραβαν., Τελμ. βυζίνους [viˈzinus] Μισθ. βύτζονος [ˈvidzοnos] Φερτάκ. βούζονος [ˈvuzonos] Αραβαν. βούζονο [vuˈzono] Ανακ. Πληθ. βυζινούια [viziˈnuia] Μισθ. Από αμάρτ. νεότ. ουσ. βούζουνος (Λεξ. Σομ., λ. βούζ’νος γρ. βούσνος), μεγεθ. του μεσν. ουσ. βουζούνι < βυζούνι < βυζί και το παραγ. επίθμ. -ούνι. Ο τύπ. βούζονο από το βουζούνι (θ. βουζούν-) και το παραγ. μεγεθ. επιθμ. -ο και με προχωρητική ανομ. [u-u] > [u-o].
Απόστημα, βουζούνι ό.π.τ. : Το βυζ̑ίνοζ-ου-μ' χτιρίσ̑τεν (Το βουζούνι μου έσπασε) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ξέβαλα ένα βούζονος (Έβγαλα ένα σπυρί) Αραβαν. -ΙΛΝΕ 404 Το σαλιγκάρι το βυζ̑αίνει το βυζ̑ίνο ό, κι κι έν βγάζ̑ει το εκείνο (To σαλιγκάρι το βυζαίνει το απόστημα ό,τι πύον κι αν βγάζει εκείνο) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. βουζούνα :1, τσιμπάνι