ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βοσκίζω (ρ.) βοσκίζω [voˈscizo] Σινασσ. βοσ̑κίζω [voˈʃcizo] Ανακ., Αξ., Αραβαν. βοστσ̑ίζω [vosˈtʃizo] Φάρασ. βοσ̑ίζου [voˈʃizo] Φάρασ. βοσ̑κώ [voˈʃko] Φλογ. βοσκού [voˈsku] Ουλαγ. βοσ̑κίνω [voˈʃcino] Αξ., Μαλακ. βοσ̑κίνου [voˈʃcinu] Μισθ. Παρατατ. βόσ̑κεινα [ˈvoʃcina] Μισθ. Αόρ. βόσ̑κησα [ˈvoʃcisa] Μισθ. μπόσ̑κησα [ˈboʃcisa] Αξ. Παθ. βοσκούμαι [voˈskume] Ανακ. βοσ̑κιέμαι [voˈsceme] Αξ., Μαλακ., Σεμέντρ., Τροχ., Φάρασ., Φλογ. βοσκιέμι [voˈscemi] Μισθ., Τσαρικ. Παρατατ. βοσ̑κιούμουν [voˈʃcumun] Φάρασ. βοσκούμουν [voˈskumun] Ανακ., Φάρασ. βοσκιόνdουμι [voˈscondumi] Μισθ. Υποτ. βοστσ̑ηθώ [vostʃiˈθo] Φάρασ. βοσκηχώ [vosciˈxo] Σεμέντρ. Νεότ. ρ. βοσκίζω (βλ. Λεξ. Κριαρ.), το οπ. από το μεσν. ρ. βοσκῶ ή το αρχ. ρ. βόσκω (και τα δύο με αορ. θ. βοσκη-) με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -ίζω λόγω της ομοηχίας των αορ. δομών σε -ησα και -ισα. Ο τύπ. βοσ̑κίνω αναλογ. από τον παρατατ. βόσκεινα που σχηματίστηκε λόγω του τύπ. βοσκώ. Για τον σχηματ. του παρατατ. των οξυτόνων ρημ. στο Μισθ. βλ. Dawkins (1916: 134).
1. Μτβ., βόσκω ό.π.τ. : Τραγωδά τσ̑αι βοσ̑τσ̑ίζει τα πρόβατα (Τραγουδώντας βόσκει τα πρόβατα) Φάρασ. -Αναστασ. Δεβαίνκε ο Χριστός ηύρεν αν τσοπάνος βόστσ̑ιστσ̑ε ’ίδε (Πήγαινε ο Χριστός, βρήκε έναν τσοπάνο, έβοσκε γίδια) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Τσοπάνος βοσκίσ’ τα πρόβατα (Ο τσοπάνος βόσκει τα πρόβατα) Ανακ. -Κωστ.Α. Βοσκίνου τα πράμαδα (Βόσκω τα ζώα) Μισθ. -Κοτσαν. Bόσ̑κειναμ' πρόβαδα (Bοσκούσαμε πρόβατα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Βοσκώ τα χτηνά (Βόσκω τα ζώα) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Τσ̑αι άλογα βοσ̑κήσαμ' τσ̑αι χτηνά βοσ̑κήσαμ’ (Και άλογα βοσκήσαμε και αγελάδες βοσκήσαμε) Μισθ. -VLACH Συνών. βόσκω
2. Αμτβ. ενεργ. και μεσοπαθ., βόσκω ό.π.τ. : Βοσκούνdαι τα πρόβατα (Bόσκουν τα πρόβατα) Ανακ. -Κωστ.Α. Ένα μέρα ένα αρνί με το μάνα τ' ξέβεν να βοσ̑κηθεί (Μια μέρα ένα αρνί με την μάνα του βγήκε να βοσκήσει) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Ένα μέρα δυο βόιτα σα κόμματα μέσα βοσκούταν (Μια μέρα δυό βόδια έβοσκαν μέσα στα χωράφια) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Λητεύκα τ’ άβγο να βοστσ̑ηθεί (Έδενα το άλογο για να βοσκήσει) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Να πηάνισ̑κις ντα πράμαδα μπιλέ, επεΐ βοσκιόνdαν· ακούμ' αψά 'νι (Αν πήγαινες τα ζώα τώρα, θα έβοσκαν αρκετά· είναι ακόμα νωρίς) Μισθ. -Φατ. Βοσ̑κι-έσανdε, μαρουζι-έσανdε, τρώνκανε 'κρομόνε (Έβοσκαν (τα γίδια), μηρύκαζαν, έτρωγαν βλαστάρια) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ.
β. Για μέλισσες, μαζεύω γύρη Ανακ. : Όπου ήτανdε λουλούδια, βοσκούτανε (Όπου ήτανε λουλούδια, (οι μέλισσες) έβοσκαν ) Ανακ. -Κωστ.Α.
3. Αμτβ., μτφ., περιφέρομαι, γυρίζω Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ. : Πούι βοσκά τις το ξεύρει (Πού γυρίζει ποιος το ξέρει) Ουλαγ. -Κεσ. Απ' σαbαχτάν πού βόσκεινις; (Από το πρωί πού τριγυρίζεις;) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. βόσκω, γκεζιντώ, γυρίζω, κλωθογυρίζω, κλώθω, ντελάζομαι :1