βοσκίζω
(ρ.)
βοσκίζω
[voˈscizo]
Σινασσ.
βοσ̑κίζω
[voˈʃcizo]
Ανακ., Αξ., Αραβαν.
βοστσ̑ίζω
[vosˈtʃizo]
Φάρασ.
βοσ̑ίζου
[voˈʃizo]
Φάρασ.
βοσ̑κώ
[voˈʃko]
Φλογ.
βοσκού
[voˈsku]
Ουλαγ.
βοσ̑κίνω
[voˈʃcino]
Αξ., Μαλακ.
βοσ̑κίνου
[voˈʃcinu]
Μισθ.
Παρατατ.
βόσ̑κεινα
[ˈvoʃcina]
Μισθ.
Αόρ.
βόσ̑κησα
[ˈvoʃcisa]
Μισθ.
μπόσ̑κησα
[ˈboʃcisa]
Αξ.
Παθ.
βοσκούμαι
[voˈskume]
Ανακ.
βοσ̑κιέμαι
[voˈsceme]
Αξ., Μαλακ., Σεμέντρ., Τροχ., Φάρασ., Φλογ.
βοσκιέμι
[voˈscemi]
Μισθ., Τσαρικ.
Παρατατ.
βοσ̑κιούμουν
[voˈʃcumun]
Φάρασ.
βοσκούμουν
[voˈskumun]
Ανακ., Φάρασ.
βοσκιόνdουμι
[voˈscondumi]
Μισθ.
Υποτ.
βοστσ̑ηθώ
[vostʃiˈθo]
Φάρασ.
βοσκηχώ
[vosciˈxo]
Σεμέντρ.
Νεότ. ρ. βοσκίζω (βλ. Λεξ. Κριαρ.), το οπ. από το μεσν. ρ. βοσκῶ ή το αρχ. ρ. βόσκω (και τα δύο με αορ. θ. βοσκη-) με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -ίζω λόγω της ομοηχίας των αορ. δομών σε -ησα και -ισα. Ο τύπ. βοσ̑κίνω αναλογ. από τον παρατατ. βόσκεινα που σχηματίστηκε λόγω του τύπ. βοσκώ. Για τον σχηματ. του παρατατ. των οξυτόνων ρημ. στο Μισθ. βλ. Dawkins (1916: 134).
1. Μτβ., βόσκω
ό.π.τ.
:
Τραγωδά τσ̑αι βοσ̑τσ̑ίζει τα πρόβατα
(Τραγουδώντας βόσκει τα πρόβατα)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Δεβαίνκε ο Χριστός ηύρεν αν τσοπάνος βόστσ̑ιστσ̑ε ’ίδε
(Πήγαινε ο Χριστός, βρήκε έναν τσοπάνο, έβοσκε γίδια)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Τσοπάνος βοσκίσ’ τα πρόβατα
(Ο τσοπάνος βόσκει τα πρόβατα)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Βοσκίνου τα πράμαδα
(Βόσκω τα ζώα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Bόσ̑κειναμ' πρόβαδα
(Bοσκούσαμε πρόβατα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Βοσκώ τα χτηνά
(Βόσκω τα ζώα)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Τσ̑αι άλογα βοσ̑κήσαμ' τσ̑αι χτηνά βοσ̑κήσαμ’
(Και άλογα βοσκήσαμε και αγελάδες βοσκήσαμε)
Μισθ.
-VLACH
Συνών.
βόσκω
2. Αμτβ. ενεργ. και μεσοπαθ., βόσκω
ό.π.τ.
:
Βοσκούνdαι τα πρόβατα
(Bόσκουν τα πρόβατα)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Ένα μέρα ένα αρνί με το μάνα τ' ξέβεν να βοσ̑κηθεί
(Μια μέρα ένα αρνί με την μάνα του βγήκε να βοσκήσει)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Ένα μέρα δυο βόιτα σα κόμματα μέσα βοσκούταν
(Μια μέρα δυό βόδια έβοσκαν μέσα στα χωράφια)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Λητεύκα τ’ άβγο να βοστσ̑ηθεί
(Έδενα το άλογο για να βοσκήσει)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Να πηάνισ̑κις ντα πράμαδα μπιλέ, επεΐ βοσκιόνdαν· ακούμ' αψά 'νι
(Αν πήγαινες τα ζώα τώρα, θα έβοσκαν αρκετά· είναι ακόμα νωρίς)
Μισθ.
-Φατ.
Βοσ̑κι-έσανdε, μαρουζι-έσανdε, τρώνκανε 'κρομόνε
(Έβοσκαν (τα γίδια), μηρύκαζαν, έτρωγαν βλαστάρια)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
β.
Για μέλισσες, μαζεύω γύρη
Ανακ.
:
Όπου ήτανdε λουλούδια, βοσκούτανε
(Όπου ήτανε λουλούδια, (οι μέλισσες) έβοσκαν
)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
3. Αμτβ., μτφ., περιφέρομαι, γυρίζω
Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ.
:
Πούι βοσκά τις το ξεύρει
(Πού γυρίζει ποιος το ξέρει)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Απ' σαbαχτάν πού βόσκεινις;
(Από το πρωί πού τριγυρίζεις;)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
βόσκω, γκεζιντώ, γυρίζω, κλωθογυρίζω, κλώθω, ντελάζομαι :1