βοριάς
(ουσ. αρσ.)
βοριάς
[voˈrʝas]
Ανακ., Αξ., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Τζαλ.
βορές
[voˈres]
Αφσάρ., Σατ., Φάρασ., Φκόσ.
ποριάζ
[poˈrʝaz]
Αξ., Σεμέντρ., Φλογ.
ποριάς
[poˈrʝas]
Αραβ., Φλογ.
ποϊράς
[poiˈras]
Τροχ.
Νεότ. ουσ. βοριάς < αρχ. βορέας. Ο τύπ. βοριάς νεότ. Oι τύπ. πο- αντιδάν. μέσω του τουρκ. poyraz = βορειοανατολικός άνεμος < ελλ. βοριάς. Για την λ. ως αντιδάν. βλ. και Symeonidis (1973: 175).
1. Βόρειος άνεμος
ό.π.τ.
:
Α λαλήσ' βοριάς, να χαιραστούν οι ρεσ̑πέρ'
(Ἀν φυσήξει βοριάς, θα χαρούν οι γεωργοί)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
|| Φρ.
Να σε πάρ' βοριάς
(Να σε πάρει ο βοριάς˙ άρα)
Αξ.
-Μαυροχ.
Γέναν νότος και ποριάς
(Έγιναν νοτιάς και βοριάς˙ σκόρπισαν στους πέντε ανέμους)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
|| Ασμ.
Βρέχουν βρεσ̑ές, τα τοπία λιμλώνουν
Βορές, σ̑ειμός τζ̑αι τα κρύα μουώνουν (Βρέχουν βροχές, τα χωράφια λιμνάζουν
βοριάς, χειμώνας και τα κρύα εξαφανίζονται) Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ. Συνών. καμπάγαλης, κρύος
Βορές, σ̑ειμός τζ̑αι τα κρύα μουώνουν (Βρέχουν βροχές, τα χωράφια λιμνάζουν
βοριάς, χειμώνας και τα κρύα εξαφανίζονται) Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ. Συνών. καμπάγαλης, κρύος
3. O βορράς ως σημείο του ορίζοντα
Σεμέντρ., Φλογ.
:
Ιμιά σο Ανατολή, ύστερα σο ποριάζ, ύστερα 'ς όλιος το καταβαίν' τον τόπο ορτά, κι ύστερα κάτορτα
(Μια φορά στην Ανατολή, ύστερα στον Βορρά, ύστερα προς το μέρος όπου κατεβαίνει ο ήλιος (δηλ. στην δύση) και ύστερα προς τα κάτω, δηλ. προς νότον)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361