βοριακός
(επίθ.)
βοριακό
[vorʝaˈko]
Μαλακ.
Aπό το ουσ. βοριάς και το παραγωγ. επίθμ. -ιακός.
Βορινός, εκτεθειμένος στον βόρειο άνεμο