βορδωνάτος
(ουσ. αρσ.)
βουρντωνάτου
[vurdoˈnatu]
Φάρασ.
Πληθ.
βουρντωνάτοι
[vurdoˈnati]
Φάρασ.
βουρντωνάτ'
[vurdoˈnat]
Φάρασ.
Από το ουσ. βορδώνι, όπου και τύπ. βουρντώνι και το παραγωγ. επίθμ. -άτος > -άτης (βλ. Ανδριώτης 1948: 37).
1. Mουλαράς, αγωγιάτης
Συνών.
εσεκτσής :1, κιρατζής
2. Έφιππος, καβαλάρης
:
Γαρναβάλε βουρντωνάτοι
(Καβαλλάρηδες σε έθιμο του καρναβαλιού, κουδουνάτοι)
Φάρασ.
-Λουκ.Πετρ.
Συνών.
αλογάρης, αλογάτος, ατλής, καβαλλάρης, καλλικευτής