ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αλογάτος (ουσ. αρσ.) αλογάτους [aloˈɣatus] Μαλακ., Μισθ., Φλογ. αλογάτης [aloˈɣatis] Ανακ., Αξ., Σινασσ., Φλογ. αβγάτης [aˈvɣatis] Φάρασ. αβγάτ'ς [aˈvɣats] Φάρασ. Από το μεσν. ουσ. ἀλογᾶτος (πβ. Χρον. Μορ. Η 3660), το οπ. από το ουσ. άλογο και το παραγωγ. επίθμ. -άτος. Οι τύπ. σε -άτης ή -τ'ς με μεταπλ. σε -ης με βάση την ονομ. πληθ. σε -οι ή με επίδρ. του αλογάρης λόγω του κοινού πληθ. (αλογάροι-αλογάτοι).
Ιππέας, καβαλάρης ό.π.τ. : Απο qαρσ̑ού είδεν εκουτσ̑ής, έρουνdαι δύο αλογάτ' (Από απέναντι είδε ο αγελαδοβοσκός να έρχονται δύο καβαλάρηδες) Φλογ. -Dawk. Φοραίνεις τσ̑αι τζισμέδε αβγάτη σα ποδάρε σου (Φοράς και σπιρούνια του καβαλάρη στα ποδάρια σου) Φάρασ. -Παπαδ. || Παροιμ. Το αβγάτη κατεβάζει τα ’ς τ’ άβγον 'μποπάνου (Τον καβαλάρη κατεβάζει κάνω από το άλογο˙ για άνθρωπο ζηλιάρη που ματιάζει) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. αλογάρης, ατλής, βορδωνάτος :2, καβαλλάρης, καλλικευτής