ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αλμεχτό (ουσ. ουδ.) αλμιχτό [almiˈxto] Σινασσ. Από το μεταγν. επίθ. ἀμελκτός με ουσιαστικοπ. του ουδ.
Το γάλα και τα γαλακτοκομικά προϊόντα γενικώς : Τζαλίγο αλμιχτό πρέπ’ να βρίσκεται στο σπίτ' (Λίγο γάλα θα πρέπει να βρίσκεται στο σπίτι) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. αγαράν
Τροποποιήθηκε: 25/02/2025