αλμεχτό
(ουσ. ουδ.)
αλμιχτό
[almiˈxto]
Σινασσ.
Από το μεταγν. επίθ. ἀμελκτός με ουσιαστικοπ. του ουδ.
Το γάλα και τα γαλακτοκομικά προϊόντα γενικώς
:
Τζαλίγο αλμιχτό πρέπ’ να βρίσκεται στο σπίτ'
(Λίγο γάλα θα πρέπει να βρίσκεται στο σπίτι)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
αγαράν