αλλενάλλο
(επίθ.)
'λλενάου
[leˈnau]
Φάρασ.
Από τα αντωνυμικά επίθ. άλλος + ένας + άλλος. Για την σύνταξη βλ. Αναστασιάδης (1976: 164).
Ένας άλλος
:
Ηύρα 'λλενάου πουλί
(Βρήκα ένα άλλο πουλί)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Nάμους 'λλενάου ξύου
(Δώσε μου ένα άλλο ξύλο)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Συνών.
ενάλλο