ενάλλο
(αντων.)
ενάλλου
[eˈnalu]
Μαλακ.
ενάβου
[eˈnavu]
Σατ.
ανάβου
[aˈnavu]
Φάρασ.
ανάου
[aˈnau]
Φάρασ.
Αρσ.
ενανάλλο
[eˈnanalo]
Αξ.
Από την φρ. ένα άλλο.
1. Ένας άλλος
Φάρασ.
:
|| Παροιμ.
Να 'νοικ' γουί να ξειλήσει ανάου, εν προ 'α 'ξειλήσ' συ
(Αν ανοίξεις λάκκο για να πέσει ένας άλλος, πιο μπροστά θα πέσεις εσύ˙ όποιος ανοίγει τον λάκκο του άλλου πέφτει εκείνος μέσα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
2. Ως επίθ., ένας άλλος
ό.π.τ.
:
Ήρτεν ενανάλλο ινσάνος
(Ήρθε ένας άλλος άνθρωπος)
Αξ.
-Dawk.
Ιτό βασιλέγας τ' άλλ’ ντου μέρα τσ̑ıγι̂ρντά του αχτσ̑ή τ', λέ' να του φέρ' κρασ̑ί· ιτό αχτσ̑ής βρίκ' του ενάλλου πουτήρ'
(Αυτός ο βασιλιάς την άλλη μέρα φωνάζει τον μάγειρά του, του λέει να του φέρει κρασί· ο μάγειρας του (το) φέρνει σε ένα άλλο ποτήρι)
Μαλακ.
-Dawk.
Ση στράτα φοτές ’υριζούτουν, ήρτεν 'ς ενάβου γαλάς ιράστα
(Στον δρόμο καθώς γύριζε, βρέθηκε μπροστά σε ένα άλλο κάστρο)
Σατ.
-Παπαδ.
|| Παροιμ.
'σ' τ' α 'μbέλι πήραν ντη σ̑ι-ώνα, κόντ'σ̑αν ντα 'ς ανάβου 'μbέλι· είπεν ντι κι η σ̑ι-ώνα: «Ατό τ' αμbέλι να μη νά 'νι, 'ς έν' ατα̈́ τ' αμbέλι»
(Από το ένα αμπέλι πήραν την χελώνα, την έρριξαν σε ένα άλλο αμπέλι· είπε κι η χελώνα «Αυτό το αμπέλι αν δεν είναι, ας είναι τούτο τ' αμπέλι»˙ το ίδιο)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
αλλενάλλο
3. Ως επίθ., άλλος
Φάρασ.
:
Ήγρεψεν κι σο κάχιν του εν ανάου φσ̑όκκο: ήτουν η στσ̑ιάιδη του
(Είδε στο πλάι του ένα άλλο παιδάκι: ήταν η σκιά του)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
άλλος, μπασκά