ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ενάλλο (αντων.) ενάλλου [eˈnalu] Μαλακ. ενάβου [eˈnavu] Σατ. ανάβου [aˈnavu] Φάρασ. ανάου [aˈnau] Φάρασ. Αρσ. ενανάλλο [eˈnanalo] Αξ. Από την φρ. ένα άλλο.
1. Ένας άλλος Φάρασ. : || Παροιμ. Να 'νοικ' γουί να ξειλήσει ανάου, εν προ 'α 'ξειλήσ' συ (Αν ανοίξεις λάκκο για να πέσει ένας άλλος, πιο μπροστά θα πέσεις εσύ˙ όποιος ανοίγει τον λάκκο του άλλου πέφτει εκείνος μέσα) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
2. Ως επίθ., ένας άλλος ό.π.τ. : Ήρτεν ενανάλλο ινσάνος (Ήρθε ένας άλλος άνθρωπος) Αξ. -Dawk. Ιτό βασιλέγας τ' άλλ’ ντου μέρα τσ̑ıγι̂ρντά του αχτσ̑ή τ', λέ' να του φέρ' κρασ̑ί· ιτό αχτσ̑ής βρίκ' του ενάλλου πουτήρ' (Αυτός ο βασιλιάς την άλλη μέρα φωνάζει τον μάγειρά του, του λέει να του φέρει κρασί· ο μάγειρας του (το) φέρνει σε ένα άλλο ποτήρι) Μαλακ. -Dawk. Ση στράτα φοτές ’υριζούτουν, ήρτεν 'ς ενάβου γαλάς ιράστα (Στον δρόμο καθώς γύριζε, βρέθηκε μπροστά σε ένα άλλο κάστρο) Σατ. -Παπαδ. || Παροιμ. 'σ' τ' α 'μbέλι πήραν ντη σ̑ι-ώνα, κόντ'σ̑αν ντα 'ς ανάβου 'μbέλι· είπεν ντι κι η σ̑ι-ώνα: «Ατό τ' αμbέλι να μη νά 'νι, 'ς έν' ατα̈́ τ' αμbέλι» (Από το ένα αμπέλι πήραν την χελώνα, την έρριξαν σε ένα άλλο αμπέλι· είπε κι η χελώνα «Αυτό το αμπέλι αν δεν είναι, ας είναι τούτο τ' αμπέλι»˙ το ίδιο) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. αλλενάλλο
3. Ως επίθ., άλλος Φάρασ. : Ήγρεψεν κι σο κάχιν του εν ανάου φσ̑όκκο: ήτουν η στσ̑ιάιδη του (Είδε στο πλάι του ένα άλλο παιδάκι: ήταν η σκιά του) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. άλλος, μπασκά