ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ενενήντα (αριθμ.) ενενήνdα [eneˈninda] Αξ., Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ. Από το μεσν. αριθμ. ἐνενήντα, το οπ. από το αρχ. αριθμ. ἐνενήκοντα με απλοπ.
Σύνολο 90 μονάδων ό.π.τ. : Ητούρα δα γιορόνια δαρά τσ̑είνdι ογδόνdα, ενενήνdα χρονού (Αυτοί οι ηλικιωμένοι τώρα είναι ογδόντα, ενήντα χρονών) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Είχαμ' ένα γιορόν', τσ̑όγουν ενενήνdα πένdε χρονού (Είχαμε έναν γέρο, ήταν ενενήντα πέντε χρονών) Μισθ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β Συνών. ντοξάν