εννιακόσια
(αριθμ.)
εννιακόσ̑α
[eɲaˈkoʃa]
Αξ., Αραβαν., Μισθ.
Από το μεταγν. αριθμ. ἐννεακόσια.
Eννιακόσια
ό.π.τ.
:
Γεννήχα το χίλια εννιακόσ̑α σαράνdα εφτά
(Γεννήθηκα το χίλια εννιακόσ̑α σαράντα εφτά)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ