εντεψιζλίκι
(ουσ. ουδ.)
εdεψιζλίκι
[edepsizˈlici]
Σινασσ.
ατεψουζλι-έχ̇ι
[atepsuzliˈexi]
Φάρασ.
ατεπζουζλίχ̇ι
[atepzuzˈlixi]
Αφσάρ.
Από το τουρκ. ουσ. edepsizlik = αγένεια.