εννεντίζω
(ρ.)
εν-νεdίζω
[enneˈdizo]
Αξ.
Από το τουρκ. ρ. enemek = α) ευνουχίζω ζώο β) σημαδεύω ζώο με διακριτικό σημάδι (< παλ. τουρ. ene- = σημαδεύω ζώο), όπου και διαλεκτ. τύπ. ennemek.
Σημαδεύω αιγοπρόβατα με χάραγμα στο αφτί ή με χρωματισμό του τριχώματος