ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

έννα (μόρ.) έννα [ˈena] Αφσάρ., Σίλ., Σινασσ., Τσουχούρ. χέννα [ˈçena] Αφσάρ., Τσουχούρ. ένν' [en] Αφσάρ., Τσουχούρ. χένν' [çen] Κίσκ., Τσουχούρ. χένν’dα [ˈçenda] Τσουχούρ. Πιθ. από συνεκφ. του ρ. είμαι ως απρόσ., στον τύπ. έναι/ένι, και το μόρ. να, με φωνολογ. μείωση λόγω γραμματικοποίησης. Η συνεκφ. ήδη μεσν. (βλ. τις σχετικές συζητήσεις στα CGMG: 1794-1795 και Liosis 2012). Οι τύπ. χ- ίσως με επίδρ. του φαρασιώτικου χα. Για την σημ. 1 βλ. Αναστασιάδης (1976: 189). Για την σημ. 2 βλ. Bağriaçık (2018: 105). Η λ. στον τύπ. εν-νά και Απουλ. με την σημ. 2 (Rohlfs 1977: 194, o oπ. το ερμηνεύει ως < έχω να), και Κύπρ. με την σημ. 1 (Συμεωνίδης 2006: 240, ο οπ. προκρίνει την ετυμολογ. < ένι να έναντι των παλαιοτέρων απόψεων < θέλει να). Ο Κωστάκης (1968: 162) αναφέρει περίφρ. εν να = θα και για την Σίλλη, χωρίς παραδείγματα. Ο τύπ. χένν’dα αναλογ. κατά τους τύπ. σε -dα του να.
1. Δηλώνει πράξη που θα γίνει σύντομα στο εγγύς μέλλον ό.π.τ. : Αρέ έννα νάρτ͑ου κονdά σου (Τώρα αμέσως θα έρθω κοντά σου) Αφσάρ. -Αναστασ. 'γώ είμι γρε, την ευή έννα χαθώ (Εγώ είμαι γριά, αύριο θα πεθάνω) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Μα έννα νάσω σήμερα (Δεν θα οργώσω σήμερα) Φάρασ. -Αναστασ. Γολάι μολάι, ένν' τα ποίκουμι ατό τό 'ργου (Εύκολη δύσκολη, θα την κάνουμε αυτή την δουλειά) Αφσάρ. -Αναστασ. Πβ. θα :1, να, σε, χα
β. Δηλώνει πράξη που, αν συμβεί, αυτό δεν θα γίνει στο άμεσο μέλλον Αφσάρ., Κίσκ., Τσουχούρ. : Ο Αντριάς πέρκι έννα πει το ιραχ̇ί (Ο Αντρέας ίσως θα πιει το ρακί ) Αφσάρ. -Bağr.
2. Δηλώνει πράξη που πρέπει ή θα έπρεπε να γίνει (δεοντικό μόρ.) Αφσάρ., Κίσκ., Τσουχούρ. : Τα ξύα έννα κοπούν σήμουρου (Τα ξύλα πρέπει να κοπούν σήμερα) Αφσάρ. -Αναστασ. Χένν’dα ποίκ' α κονάχι τσ̑αι 'στέρου τα δώκω (Πρέπει να φτιάξει ένα παλάτι και μετά θα την δώσω (ενν. την κόρη μου για γυναίκα του) Τσουχούρ. -Dawk. Ατό το χωράφι τ͑α πραχτές έννα θεριέτουν (Αυτό το χωράφι έπρεπε από προχθές ακόμη να είναι θερισμένο) Αφσάρ. -Αναστασ. Συνών. θέλω, να
3. Σε συνδυασμό με το ας, τελ. σύνδ. Σινασσ. : Κόρ', δω μ' ένα τζόπ', ας έννα γλυμμίσω τα δόντια μ' (Κόρη μου, δώσ' μου ένα ραβδί για να καθαρίσω τα δόντια μου) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. για να, να, ντεγί