εννιάμερα
(ουσ. ουδ.,πληθ.)
εννιάμερα
[eˈɲamera]
Μισθ.
εννιάμερ'να
[eˈɲamerna]
Ανακ., Δίλ.
ιννιάμερ'να
[iˈɲamerna]
Φλογ.
Εν.
εννιάμερ'νο
[eˈɲamerno]
Τζαλ.
Από το μεσν. ουσ. ἐννιάμερα. Οι τύπ. -μερ'ν- με επίδρ. του τύπ. γεν. μερ'νού του ουσ. ημέρα.
Ιερατικές ευχές και προσφορές κολλύβων εννέα ημέρες μετά τον θάνατο κάποιου
ό.π.τ.
:
Ιμείς ποίκαμ' σαράνdα, πoίκαμ' τριήμερα ποίκαμ' εννιάμερα
(Εμείς κάναμε τα σαράντα του, τα τριήμερά του τα εννιάμερά του)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ