ενιπντέ
(επίρρ.)
ενιπντέ
[enipˈde]
Ουλαγ.
έν ιπτε
[ˈen ipte]
Ουλαγ.
Από την τουρκ. φρ. en ipte (Κεσίσογλου, 1951).
Πρώτα - πρώτα
:
Και γκϋστέρσε ενιπντέ το βαβά τ, σόνα το μάνα τ'
(Και έθιξε το θέμα πρώτα-πρώτα στον πατέρα της, μετά στην μητέρα της)
Ουλαγ.
-Dawk.