έναμο
(αριθμ.)
έναμο
[ˈenamo]
Φάρασ.
Aπό το αριθμ. ένα και το επίθμ. -μο. Κατά τον Καρολίδη (1885: 118-119, σχετίζεται με το λατιν. επίθμ. -mus (π.χ. primus και ἕβδο-μος).
Πβ.
τρίκι
Πρώτος, μόνο σε παιδικά λαχνίσματα
Συνών.
αρχινός :2, μπαστανλίκι, μπιριντζί :1, οντζίλ, πρώτος