ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

εμπρός (επίρρ.) εμbρός [emˈbros] Σίλατ., Τελμ. εμbρό [emˈbro] Αξ., Αραβ., Σινασσ., Τελμ., Φάρασ. ομbρός [ombˈros] Μισθ., Σίλ. ομbρό [omˈbro] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Αφσάρ., Γούρδ., Δίλ., Μισθ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σινασσ., Τζαλ., Φερτάκ., Φλογ. μπρος [bros] Μισθ., Σίλ. bρο [bro] Αξ., Αραβ., Κίσκ., Φάρασ. αμbρός [amˈbros] Σίλ. Από το μεσν. επίρρ. ἐμπρός (< αρχ. φρ. ἐν πρός). Για την σημ. 2α βλ. Αναστασιάδης (1976: 40).
1. Εμπρός ό.π.τ. : Τούτους έρσ̑ιτι εμπρός του, λαεί του (Αυτός έρχεται εμπρός του και του λέει) Σίλ. -Dawk. Ση θύρα μας εμbρό (Στην πόρτα μας εμπρός) Τελμ. -Dawk. 'Eνα άτρωπο ομbρό τ' (Ένας άνθρωπος εμπρός του) Φερτάκ. -Dawk. Ύστερα πήγεν άλλο λίγο ομbρό (Ύστερα πήγε ακόμη λίγο πιο εμπρός) Ποτάμ. -Dawk. Oμπρός να ρανάς τσι όχι οπίσ' (Εμπρός να βλέπεις και όχι πίσω) Μισθ. -Κοτσαν. Ράνα ομbρός σ'! (Κοίτα μπροστά σου!) Μισθ. -Φατ. Σέκνουμ' λερό ντο σπίτ' ομbρό (Τοποθετούμε (λεκάνη με) νερό μπροστά στο σπίτι) Ουλαγ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Κάθεται 'ς του σπιτιού της τη θύρα ομbρό με ένα κλωθάρα στο σ̑έρι της (Κάθεται μπροστά στην πόρτα του σπιτιού της με μία ρόκα στο χέρι της) Σινασσ. -Τακαδόπ. Αμπρός τ' ένι (Αυτός που είναι μπροστά, ο πρώτος) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. εμπροστά
β. Συνοδευόμενο από το οριστ. άρθρ., ως επιθ. προσδ., μπροστινός Φάρασ.
2. Πρώτα, πριν, στην αρχή Ανακ., Δίλ., Μισθ., Σίλ., Σινασσ., Τζαλ., Φάρασ., Φερτάκ., Φλογ. : Γιατί δεν το είπατε κι άλλ' ομbρό; (Γιατί δεν το είπατε πρωτύτερα;) Σινασσ. -Λεύκωμα Ομπρό φόβος ήτον· όλα άφηκαν τα χωριά (Παλιά υπήρχε φόβος· εγκατέλειψαν (ενν. οι Χριστιανοί) όλα τα χωριά) Ανακ. -Cost. Ρυό τρεις μέρες αμπρός (Πριν από δυό τρεις μέρες) Σίλ. -Κωστ.Σ. Το βασιλόπουλο ομbρό τά ’χασεν ύστερα ήρτεν στον εαυτό του (Το βασιλόπουλο στην αρχή τά ’χασε, ύστερα ήρθε στα σύγκαλά του) Σινασσ. -Αρχέλ. Aπό τρία μήνες όμπρο 'ς ένα π͑ασ̑κά άτρωπο έντωκα τσ̑οάπ' 'τον (Πριν από τρεις μήνες είχα δώσει (θετική) απάντηση σε έναν άλλον άνθρωπο) Φερτάκ. -Thumb || Φρ. Ομπρό ομbρό (Μπροστά μπροστά˙ Παλιά, στα παλιά χρόνια) Τζαλ. -ΚΜΣ-ΚΠ342 Συνών. αρχή :3, ίπτε, ιπτενού, σιφτάχι :2
β. Συνοδευόμενο από το οριστ. άρθρ., ως επιθ. προσδ., πρότερος, παλιότερος Μισθ., Φάρασ.