εμνιέτι
(ουσ. ουδ.)
εμνιέτ͑ι
[emniˈetʰi]
Φάρασ.
εμνια̈́τ͑ι
[emniˈætʰi]
Αφσάρ.
εμιέτι
[emiˈeti]
Φάρασ.
εμνιέσ̑'
[emniˈeʃ]
Αραβαν.
Από το τουρκ. (< αραβ.) ουσ. emniyet = α) ασφάλεια β) εμπιστοσύνη.
1. Ασφάλεια
2. Εμπιστοσύνη
:
|| Παροιμ.
Σο τουφάνκιν εμιέτι τζ̑ο 'ίνεται
(Στο τουφέκι δεν μπορεί να υπάρξει εμπιστοσύνη˙ δεν είναι σώφρον να εμπιστεύεσαι σε άλλον το πιο ισχυρό σου όπλο)
-Λουκ.Λουκ.
Αbουκάτσ̑ης εμνιέσ̑' δε γκρεύ'
(Ο δικηγόρος εμπιστοσύνη δεν γυρεύει˙ Δεν πρέπει να έχει κανείς εμπιστοσύνη στους δικηγόρους)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.