ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

εμνιέτι (ουσ. ουδ.) εμνιέτ͑ι [emniˈetʰi] Φάρασ. εμνια̈́τ͑ι [emniˈætʰi] Αφσάρ. εμιέτι [emiˈeti] Φάρασ. εμνιέσ̑' [emniˈeʃ] Αραβαν. Από το τουρκ. (< αραβ.) ουσ. emniyet = α) ασφάλεια β) εμπιστοσύνη.
1. Ασφάλεια
2. Εμπιστοσύνη : || Παροιμ. Σο τουφάνκιν εμιέτι τζ̑ο 'ίνεται (Στο τουφέκι δεν μπορεί να υπάρξει εμπιστοσύνη˙ δεν είναι σώφρον να εμπιστεύεσαι σε άλλον το πιο ισχυρό σου όπλο) -Λουκ.Λουκ. Αbουκάτσ̑ης εμνιέσ̑' δε γκρεύ' (Ο δικηγόρος εμπιστοσύνη δεν γυρεύει˙ Δεν πρέπει να έχει κανείς εμπιστοσύνη στους δικηγόρους) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.
3. Βοήθεια, στήριξη Συνών. γιαρντίμι, ντερμάνι, νταγιάχι