εμόν
(αντων.)
εμόν
[eˈmon]
Φάρασ.
'μόν
[mon]
Αξ., Μισθ., Ποτάμ., Σεμέντρ., Σινασσ., Τελμ., Τσαρικ., Φάρασ., Φερτάκ.
'μό
[mo]
Ανακ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ., Φλογ.
'μόνα
[ˈmona]
Ουλαγ., Τσαρικ., Φάρασ.
Πληθ.
'μό
[mo]
Ανακ., Αραβαν., Γούρδ., Ποτάμ.
'μόνα
[ˈmona]
Ανακ., Τελμ.
'μάν
[man]
Φάρασ.
'μάνα
[ˈmana]
Φάρασ.
Από την αρχ. κτητ. αντων. ἐμός. Η αντων. συνοδεύεται πάντοτε από το οριστ. άρθρ. και είναι πάντα στο ουδ. γένος. Για την χρήση της βλ. Dawkins (1916: 122-124), Αναστασιάδης (1976: 147).
Εμφατική κτητική αντωνυμία, δικός μου
ό.π.τ.
:
Το 'μόν ντο γαϊρίδι
(Το δικό μου το γαϊδούρι)
Φάρασ.
-Dawk.
Το 'μόν ντα μισαφίρ
(Ο δικός μου ο καλεσμένος)
Φλογ.
-Dawk.
Το 'μό δου γκιουλ
(Το δικό μου λουλούδι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΑΠΘ
Tο 'μο ντο όνομα
(Το δικό μου όνομα)
Ουλαγ.
-Dawk.
Και το 'μο το κάκα μ' ήτον παπαδιού κόρ'
(Και η δική μου η γιαγιά μου ήταν ιερέα κόρη)
Ανακ.
-Cost.
Ισ̑ύ το 'μό μάννα μ' δέ 'σαι
(Εσύ δεν είσαι η μάνα μου)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Το 'μόνα νταά μπετέρ 'ναι
(Το δικό μου πιο χειρότερο είναι)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Το 'μόνα ο υιός
(Ο δικός μου γιος)
Φάρασ.
-Dawk.
Τα 'μάν τα σπίτε
(Τα δικά μου σπίτια)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Εσύ έχεις τα σον κι εγώ έχω τα 'μόν· κάθε ένας με τα ντέρτια τ'
(Εσύ έχεις τα δικά σου κι εγώ έχω τα δικά μου· ο καθένας με τον πόνο του)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
|| Ασμ.
Χάρε μ', να καεί ο λόγος σ', να καεί η συντυχιά σ'
Το 'μόν ο λόγος λόγος 'ναι, κι η συνdυχιά μ' ετό 'ναι (Χάρε μου, να καεί ο λόγος σου, να καεί η κουβέντα σου
Ο δικός μου ο λόγος είναι λόγος, και η κουβέντα μου αυτή είναι) Ποτάμ. -Dawk.Song. Συνών. εγώ :1, εγώ :2
Το 'μόν ο λόγος λόγος 'ναι, κι η συνdυχιά μ' ετό 'ναι (Χάρε μου, να καεί ο λόγος σου, να καεί η κουβέντα σου
Ο δικός μου ο λόγος είναι λόγος, και η κουβέντα μου αυτή είναι) Ποτάμ. -Dawk.Song. Συνών. εγώ :1, εγώ :2