ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

εμπέ (I) (ουσ. ουδ.) εbέ [eˈbe] Αραβαν., Σίλ., Τροχ. επέ [eˈpe] Τσουχούρ., Φάρασ. άπα [ˈapa] Φλογ. α̈πα̈́ [æˈpæ] Αφσάρ. Από το τουρκ. ουσ. ebe (< παλαιότ. τουρκ. ebe ή epe) = α) μαία β) γιαγιά, όπου και διαλεκτ. τύπ. aba, apa.
1. Μαμή Αραβαν., Σίλ. : Σε νάρτει εbέ σε γεννήσει τσην ώρα (Θα έρθει η μαμή τήν ώρα που θα γεννήσει) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5 Έν-ναν ένα μι το εbέ, έτεκαν τα φσ̑έγια 'ς ένα σενdούχ κι έρριψαν το 'ς ένα ποτάμ' (Συμφώνησαν με την μαμή, έβαλαν τα παιδιά σ' ένα σεντούκι και το έρριξαν σ' ένα ποτάμι) Αραβαν. -Φωστ. || Φρ. Κιορ εbέ (Τυφλή μαμή˙ το παιχνίδι τυφλόμυγα) Γούρδ. -Καράμπ.
2. Γιαγιά Αφσάρ., Τσουχούρ., Φάρασ. : Ατό το μεσελέ του να ειπώ, είπιν ντα επέ μου (Η ιστορία που θα σας πω μου την είπε η γιαγιά μου) Τσουχούρ. -VLACH Η επέ μου τζ̑ό ’σωσε. Χάθην τζαι πην, πιρμή τα ιδεί ο άντρας τ’ς αρό. (Η γιαγιά μου δεν έσωσε· πέθανε και πάει, πριν την δει ο άντρας της ζωντανή) Φάρασ. -Παπαδ. Τα ψέικα φιάgαν το σ̑έρι του παππούκα τσαι της επές, να πάρουν την εφσ̑ή τουν (Τα μικρά φίλαγαν το χέρι του παππού και της γιαγιάς, να πάρουν την ευχή τους) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Συνών. κάκα, μαμμού, μάνα
3. Προσφώνηση προς Τουρκάλα μεγάλης ηλικίας Φάρασ.
β. Προσφώνηση προς την μητέρα ή την πεθερά Φλογ.