ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κάκα (ουσ. θηλ.) κάκα [ˈkaka] Ανακ., Αραβαν., Γούρδ., Δίλ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλατ., Σίλ., Τελμ., Τροχ., Τσαρικ., Φερτάκ., Φλογ. κόκο [ˈkoko] Φερτάκ. κουκού [kuˈku] Τσουχούρ., Φάρασ. Από το αρχ. ουσ. κοκύαι = πρόγονοι, πβ. Ἡσύχ. Κ 3303 «κοκύαι· οἱ πάπποι καὶ οἱ πρόγονοι». Ο τύπ. κάκα πιθ. από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kaka = α) μεγάλος αδελφός β) θείος (< περσ. kākü = θείος). Για την λ. βλ. και Καραποτόσογλου (2003: 199).
1. Γιαγιά ό.π.τ. : Γιορόν κάκα (Ηλικιωμένη γιαγιά) Μισθ. -Κοτσαν. Άιdε, κάκα, πε μας ’να μεσέλ' (Άντε, γιαγιά, πες μας ένα παραμύθι) Αξ. -Μαυροχ. Κάκα μ’ έδωκε με το κλειρί και παρήγγειλε με να μη φοβηχώ ώσπου να έρτσει (Η γιαγιά μου μου έδωσε το κλειδί και μου παρήγγειλε να μην φοβηθώ μέχρι να έρθει) Γούρδ. -Καράμπ. Είχα ’να κάκα, τσ̑όγουν ενενήνdα πέντε χρονού (Είχα μιά γιαγιά, ήταν ενενήντα πέντε χρονών) Μισθ. -Κωστ.Μ. Το ’μό το κάκα μ’ ήτον παπαδιού κόρ’ (Η δική μου η γιαγιά ήταν κόρη παπά) Ανακ. -Cost. Πάππου μ' μι δου κάκα μ' έφ’χαν απ' του Μιστί (Ο παππούς μου και η γιαγιά μου έφυγαν από το Μισθί) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Μάνα μ’ το μάνα κόκο το ήλεγαμ' (Την μάνα της μάνας μου τη λέγαμε γιαγιά) Φερτάκ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Αούτσ̑α γιούκ’σα τα ασ’ σην κάκα μ’ (Έτσι τα άκουσα από την γιαγιά μου) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Φρ. Φιγιού κάκα (η γιαγιά του φιδιού˙ σαύρα, σαμιαμίδι) Μαλακ., Φλογ., Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Έπ’κες τα μάνα κάκα (Έκανες την μάνα γιαγιά˙ τα έκανες άνω κάτω) Ουλαγ. -Κεσ. Καλὴ κάκα (Καλή γιαγιά˙ είδος ομαδικού παιχνιδιού στο οπ. έπαιζαν 5, 8 ή 10 παιδιά εκ των οποίων ένα αναλάμβανε τον ρόλο της γιαγιάς η οποία μετά από ερωταποκρίσεις θύμωνε και κυνηγούσε τα υπόλοιπα) Ανακ. -Κωστ.Α. || Ασμ. Ήρτι τσ̑ι κάκα τ’, ντώκι του 'ς του κώλου τ’ έκλαψι (Ήρθε και η γιαγιά του, το χτύπησε στον κώλο του, έκλαψε·από ταχτάρισμα) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. εμπέ, μαμμή, μαμμού, μάνα, Πβ. μαμμούκα :1
2. Θεία Τσουχούρ., Φάρασ. Συνών. άμια, ζάζα, θείος, ιζά :1, νινέ, τέτε, τσιτσά, χάλα
3. Γριά κ.α., Μισθ., Φερτάκ. : Παιρ' το, παίν' λλο κοκογιού σπίτι· λέει σε κείνο το κόκο (Το παίρνει, πηγαίνει σε άλλης γριάς το σπίτι· λέει σ' εκείνη την γριά) Φερτάκ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. γριά, νινέ