ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καϊφαλτού (ουσ. ουδ.) καϊφαλτού [kaifalˈtu] Ανακ. qαϊφαλτού [qaifalˈtu] Μαλακ., Φλογ. καφαλτού [kafalˈtu] Σίλ. χαϊφελτούς [xaifelˈtus] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. kahvaltı = α) πρωινό β) κολατσιό. Πβ. νεότ. ουσ. καφαλτί = πρόγευμα, πρωινό, κολατσιό (Mackridge 2021: 118).
Kολατσιό, δεκατιανό ό.π.τ. Συνών. αυγίτσα, Πβ. χρεία