καϊφαλτού
(ουσ. ουδ.)
καϊφαλτού
[kaifalˈtu]
Ανακ.
qαϊφαλτού
[qaifalˈtu]
Μαλακ., Φλογ.
καφαλτού
[kafalˈtu]
Σίλ.
χαϊφελτούς
[xaifelˈtus]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. kahvaltı = α) πρωινό β) κολατσιό. Πβ. νεότ. ουσ. καφαλτί = πρόγευμα, πρωινό, κολατσιό (Mackridge 2021: 118).