καινουργιούτσικο
(επίθ.)
καινίρισ̑κο
[ceˈniriʃko]
Αξ.
κι̂νι̂ργιούτσικου
[kɯnɯˈrʝutsiku]
Μαλακ.
Από το επίθ. κανούργιος, όπου και τύπ. καινίργιο και κι̂νι̂́ργιου, και το παραγωγ. επίθμ. -ίτσικος (για τον τύπ. -ισ̑κο του επιθμ. βλ. Μαυροχαλυβίδης & Κεσίσογλου 1960: 48).
Oλοκαίνουργιος
ό.π.τ.