καΐσι
(ουσ. ουδ.)
καΐσ’
[kaˈis]
Γούρδ., Μισθ., Τροχ.
γαϊσής
[ɣaiˈsis]
Φάρασ.
qασ̑ί
[qaˈʃi]
Μαλακ.
χασί
[xaˈsi]
Σίλ.
Αρσ.
γαΐσης
[ɣaˈisis]
Φάρασ.
Πληθ.
γαϊσίδα
[ɣaisiða]
Φάρασ.
χασ̑ά
[xaˈʃa]
Σίλ.
Από το νεότ. ουσ. καΐσι (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το τουρκ. ουσ. kayιsι (<περσ. ḳaysī).
1. Είδος βερίκοκκου, καΐσι
ό.π.τ.
:
Ανέβα ’ς καϊσιού ντου τσ̑αλούϊ να φάου καΐσια
(Ανέβηκα στην βερικοκκιά να φάω καΐσια)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Έρτζησαν τα χασ̑ά
(Ωρίμασαν τα βερίκοκα)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Πβ.
τσάγαλο
2. Καϊσιά
ό.π.τ.