ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καΐσι (ουσ. ουδ.) καΐσ’ [kaˈis] Γούρδ., Μισθ., Τροχ. γαϊσής [ɣaiˈsis] Φάρασ. qασ̑ί [qaˈʃi] Μαλακ. χασί [xaˈsi] Σίλ. Αρσ. γαΐσης [ɣaˈisis] Φάρασ. Πληθ. γαϊσίδα [ɣaisiða] Φάρασ. χασ̑ά [xaˈʃa] Σίλ. Από το νεότ. ουσ. καΐσι (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το τουρκ. ουσ. kayιsι (<περσ. ḳaysī).
1. Είδος βερίκοκκου, καΐσι ό.π.τ. : Ανέβα ’ς καϊσιού ντου τσ̑αλούϊ να φάου καΐσια (Ανέβηκα στην βερικοκκιά να φάω καΐσια) Μισθ. -Κοτσαν. Έρτζησαν τα χασ̑ά (Ωρίμασαν τα βερίκοκα) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Πβ. τσάγαλο
2. Καϊσιά ό.π.τ.