ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καινουργιάζω (ρ.) καινουργιάζου [cenuˈrʝazu] Μισθ. κι̂νι̂ργιάζω [kɯnɯˈrʝazo] Μαλακ. Από το επιθ. καινούργιος και το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω.
Γίνομαι καινούργιος ό.π.τ. : || Φρ. Φένgος καινουργιάστη (Το φεγγάρι έγινε νέο˙ το φεγγάρι βρίσκεται στην πρώτη σεληνιακή φάση, αρχίζει να γεμίζει) Μισθ. -Κωστ.Μ.