καινουργιάζω
(ρ.)
καινουργιάζου
[cenuˈrʝazu]
Μισθ.
κι̂νι̂ργιάζω
[kɯnɯˈrʝazo]
Μαλακ.
Από το επιθ. καινούργιος και το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω.
Γίνομαι καινούργιος
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Φένgος καινουργιάστη
(Το φεγγάρι έγινε νέο˙ το φεγγάρι βρίσκεται στην πρώτη σεληνιακή φάση, αρχίζει να γεμίζει)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.