ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καϊμάς (ουσ. ουδ.) qαϊμά [qajˈma] Μαλακ., Φλογ. Πληθ. καϊμάδια [kaiˈmaðʝa] Φλογ. Από το τουρκ ουσ. kayma = α) γλίστρημα β) διαλεκτ., χρυσές λίρες δεμένες σε κόσμημα.
Τμήμα του γυναικείου κεφαλόδεσμου, τσόχινο στεφάνι κάτω από την μαντήλα, στολισμένο με φλουριά ό.π.τ. Πβ. αχτσελί, σασλίχι