καϊμάς
(ουσ. ουδ.)
qαϊμά
[qajˈma]
Μαλακ., Φλογ.
Πληθ.
καϊμάδια
[kaiˈmaðʝa]
Φλογ.
Από το τουρκ ουσ. kayma = α) γλίστρημα β) διαλεκτ., χρυσές λίρες δεμένες σε κόσμημα.