καΐλα (II)
(ουσ. θηλ.)
καΐλα
[kaˈila]
Μισθ.
Νεότ. ουσ. καΐλα (πβ. Λεξ. Σομ., λ. urigine).
Το κάψιμο, η καούρα
:
Έχου καΐλα ’ς καργιά μ’
(Έχω κάψιμο στο στομάχι)
Μισθ.
-Κοτσαν.