ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καϊναττώ (ρ.) κ͑αϊνατού [kʰainaˈtu] Ουλαγ. γκαϊνατ-τού [gainatˈtu] Ουλαγ. γαϊνατ-τώ [ɣainatˈto] Σίλ. Παρατατ. γαϊνάdζ̑εινα [ɣaiˈnadʒina] Σίλ. Από το τουρκ. ρ. kaynatmak (αορ. kaynattı) = βράζω κάτι, όπου και διαλεκτ. τύπ. gaynatmak.
Μτβ., βράζω, κάνω κάτι να βράσει : Ένα ναίκα κ͑αϊνατά κ͑αζάν' εγίπ (Να! Μια γυναίκα βράζει (κάτι σε) ένα καζάνι) Ουλαγ. -Dawk. Nτα κόβλα γκαινατ-τούμ’ ντα ένα κιουπετζίκ μέσα, ντο στόμα τ' ντεν τ' αρμόνωμ' (Τα κόλλυβα τα βράζουμε μέσα σε ένα κιούπι, το στόμιό του δεν το κλείνουμε) Ουλαγ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Ύστερα κείνου τα γαϊνάdζ̑ειναμ’ τα μπεκμέζι (Ύστερα εκείνο (το κρασί) το βράζαμε για να γίνει πετιμέζι) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5