καϊναττώ
(ρ.)
κ͑αϊνατού
[kʰainaˈtu]
Ουλαγ.
γκαϊνατ-τού
[gainatˈtu]
Ουλαγ.
γαϊνατ-τώ
[ɣainatˈto]
Σίλ.
Παρατατ.
γαϊνάdζ̑εινα
[ɣaiˈnadʒina]
Σίλ.
Από το τουρκ. ρ. kaynatmak (αορ. kaynattı) = βράζω κάτι, όπου και διαλεκτ. τύπ. gaynatmak.
Μτβ., βράζω, κάνω κάτι να βράσει
:
Ένα ναίκα κ͑αϊνατά κ͑αζάν' εγίπ
(Να! Μια γυναίκα βράζει (κάτι σε) ένα καζάνι)
Ουλαγ.
-Dawk.
Nτα κόβλα γκαινατ-τούμ’ ντα ένα κιουπετζίκ μέσα, ντο στόμα τ' ντεν τ' αρμόνωμ'
(Τα κόλλυβα τα βράζουμε μέσα σε ένα κιούπι, το στόμιό του δεν το κλείνουμε)
Ουλαγ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Ύστερα κείνου τα γαϊνάdζ̑ειναμ’ τα μπεκμέζι
(Ύστερα εκείνο (το κρασί) το βράζαμε για να γίνει πετιμέζι)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5