καινουργιούτσικο ( επίθ.
)
καινίρισ̑κο
[ceˈniriʃko]
Αξ.
κι̂νι̂ργιούτσικου
[kɯnɯˈrʝutsiku]
Μαλακ.
...
καιρός
(ουσ. αρσ.)
καιρός
[ceˈros]
Ανακ., Αξ., Μαλακ., Ποτάμ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Τροχ., Φλογ.
Αρχ. ουσ. καιρός.
1. Ατμοσφαιρικός καιρός, οι καιρικές συνθήκες
ό.π.τ.
:
Πολύ χοσ̑άς καιρός ’ναι
(Κάνει πολύ καλό καιρό)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Μ' ετό τον καιρό χαμένα τά 'χουν να βγούν όξω
(Με τέτοιον καιρό θα είναι τρελοί να βγούν έξω)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
|| Φρ.
Καιρός να ’υρίσ’
(Ο καιρός θα γυρίσει˙ ο καιρός θα αλλάξει, θα χειροτερέψει)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Καιρός έκλωθεν
(Ο καιρός γύρισε, περνούσε˙ άλλαξε εποχή, την φρ. την έλεγαν για το χειμερινό και θερινό ηλιοστάσιο)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Συνών.
βακίτι, ταρός, χαβάς
2. Ευκαιρία, περίσταση
Σινασσ.
:
Καιρός κι έν'
(Δεν είναι η κατάλληλη στιγμή)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Άμα γενούτουν καιρός πιάνισκαμ' Τούρκους και έβγαναν απάνω με μεγάλα ξύλα και τα κατέβαζ̑αν
(Όταν ερχόταν η ώρα (να ωριμάσουν τα καρύδια), προσλαμβάναμε Τούρκους και ανέβαιναν στα δέντρα με μεγάλα ξύλα και τα κατέβαζαν)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Παροιμ.
Που ήρτεν καιρό τ’ να πεθάν’ πεθανίσ̑κει
(Αυτός που ήρθε η ώρα του να πεθάνει πεθαίνει˙ για το αναπόφευκτο της ανθρώπινης μοίρας)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
|| Ασμ.
Έχτισα τη φωλίdζα μου σου χωραφιού τα ρίζα
Ήρτε του χωραφιού καιρός, να πάρουν το χωράφι
Χάλασαν τη φωλίdζα μου, ξεβόλ'σαν τα πουλιά μου (Έφτιαξα την φωλιά μου στην άκρη του χωραφιού
Ήρθε η ώρα του χωραφιού, να θερίσουν το χωράφι
Χάλασαν την φωλιά μου, ξεβόλεψαν τα πουλιά μου ) Σινασσ. -Lag. Συνών. βακίτι
Ήρτε του χωραφιού καιρός, να πάρουν το χωράφι
Χάλασαν τη φωλίdζα μου, ξεβόλ'σαν τα πουλιά μου (Έφτιαξα την φωλιά μου στην άκρη του χωραφιού
Ήρθε η ώρα του χωραφιού, να θερίσουν το χωράφι
Χάλασαν την φωλιά μου, ξεβόλεψαν τα πουλιά μου ) Σινασσ. -Lag. Συνών. βακίτι
3. Ορισμένη χρονική στιγμή ή περίοδος
Ανακ., κ.α.
:
Κακαβόζης σου παπά μ’ τον καιρό έκατσεν
(Ο Κακαβόζης υπηρέτησε ως δάσκαλος στην εποχή του πατέρα μου)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Συνών.
ζαμάνι
β.
Ειδικότ., σε φράσεις, η παλαιότερη χρονική περίοδος, το παρελθόν
ό.π.τ.
:
Ένα γκαιρό 'ς τομ Μπόλ’ κειότονε ένα σαράφης
(Κάποτε στην Πόλη ήταν ένας αργυραμοιβός
)
Φλογ.
-Dawk.
Με καιρό τ’ αθρώπ’ σα καταφύδια κουμούτανdε
(Παλαιότερα οι άνθρωποι κοιμούνταν στα καταφύγια, δηλ. σε φυσικές σπηλιές σε βράχους
)
Ανακ.
-Cost.
Το ’μό βαβά μ’ έναν γκαιρό βασ̑ιλιός ’τον
(Ο πατέρας μου κάποτε ήταν βασιλιάς
)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Φρ.
Σα παλιά σα καιρούς
(Τους παλιούς τους καιρούς
˙
παλαιότερα)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Αβαλντάν, μιά φορά τσ’ ένα καιρό
(Από παλιά, μιά φορά κι έναν καιρό
˙
ως αρχή παραμυθιού)
-ΑΠΥ-ΑΠΘ
γ.
Χρονικό διάστημα ανάμεσα σε δύο χρονικά σημεία
Μισθ., Σινασσ.
:
Πέρνασεν ένας καιρός
(Πέρασε κάμποσος χρόνος
)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Δου χειμό μπορεί να φύου ξανά απάν’ για λίου καιρό
(τον χειμώνα μπορεί να φύγω ξανά απάνω για λίγο καιρό
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Κοιμάται χρόνους καιρούς στα στρώσες ίσιαμ' να γενεί καλά
(Πέφτει για πολύν καιρό στο κρεβάτι μέχρι να γίνει καλά
)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
|| Ασμ.
Πολύ καιρός κε πέρασε, πολύς καιρος κε διέβη,
τα δύο παιδιά της πέθαναν, και Kωνσταντίνος χάθη (Πολύ καιρός δεν πέρασε, πολύς καιρος δεν διάβηκε,
τα δύο παιδιά της πέθαναν, και ο Κωνσταντίνος χάθηκε) Σινασσ. -Lag.
τα δύο παιδιά της πέθαναν, και Kωνσταντίνος χάθη (Πολύ καιρός δεν πέρασε, πολύς καιρος δεν διάβηκε,
τα δύο παιδιά της πέθαναν, και ο Κωνσταντίνος χάθηκε) Σινασσ. -Lag.