κακά(1) (I) ( ουσ. ουδ.
)
κακά
[kaˈka]
Γούρδ., Μαλακ., Φερτάκ.
κάκα
[ˈkaka]
Φάρασ.
κάκα̈
[ˈkakæ]
...
κακάκκα
(ουσ. θηλ.)
κακάκ-κα
[kaˈkakka]
Αξ.
Από το ουσ. κάκα και το υποκορ. επίθμ. -κα.
Τροποποιήθηκε: 19/05/2025