ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κακίτσα (ουσ. θηλ.) κακίτσα [kaˈcitsa] Μισθ. Από το ουσ. κάκα με υποκορ. παραγωγ. επίθμ. -ίτσα.
Θωπευτ., γιαγιάκα Μισθ. : Γιορούλτ’σαν τα γόνατα μ’, κακίτσα μ’ (Κουράστηκαν τα γόνατά μου, γιαγιάκα μου) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. κακάκκα
Τροποποιήθηκε: 16/12/2024