κακίτσα
(ουσ. θηλ.)
κακίτσα
[kaˈcitsa]
Μισθ.
Από το ουσ. κάκα με υποκορ. παραγωγ. επίθμ. -ίτσα.
Θωπευτ., γιαγιάκα
Μισθ.
:
Γιορούλτ’σαν τα γόνατα μ’, κακίτσα μ’
(Κουράστηκαν τα γόνατά μου, γιαγιάκα μου)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Συνών.
κακάκκα