κακοπαθαίνω
(ρ.)
κακοπαθαίνω
[kakopaˈθeno]
Μαλακ.
Αόρ.
κακόπαθα
[kaˈkopaθa]
Μαλακ.
Νεότ. ρ. κακοπαθαίνω, το οπ. από αρχ. ρ. κακοπαθέω-ῶ σχηματισμένο αναλογ. προς το ρ. παθαίνω.
Δυστυχώ, πάσχω από ασθένεια
Μαλακ.