κακομαθαίνω
(ρ.)
Μτχ.
κακομαθεμένος
[kakomaθeˈmenes]
Σινασσ.
Νεότ. ρ. κακομαθαίνω (βλ. Λεξ. Σομ., λ. κακομαθαίνω, κακομαθημένος).
Κακομαθαίνω
:
|| Παροιμ.
Κακομαθεμένος δεν ξεμαθαίνει
(Ο κακομαθημένος δεν ξεμαθαίνει˙ ο κακομαθημένος δεν αποβάλλει τα ελαττώματά του)
Σινασσ.
-Αρχέλ.