ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κακομαθαίνω (ρ.) Μτχ. κακομαθεμένος [kakomaθeˈmenes] Σινασσ. Νεότ. ρ. κακομαθαίνω (βλ. Λεξ. Σομ., λ. κακομαθαίνω, κακομαθημένος).
Κακομαθαίνω : || Παροιμ. Κακομαθεμένος δεν ξεμαθαίνει (Ο κακομαθημένος δεν ξεμαθαίνει˙ ο κακομαθημένος δεν αποβάλλει τα ελαττώματά του) Σινασσ. -Αρχέλ.