ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κακαρίζω (ρ.) κακαρίζω [kakaˈrizo] Ανακ. καρκαρίζω [karkaˈrizo] Αφσάρ., Γούρδ., Φάρασ. Μεσν. ρ. κακαρίζω. Ο τύπ. καρκαρίζω νεότ. Πβ. και καρκαρίντζω Απουλ., καρκαρίζ-ζω Καλαβρ.
Για όρνιθα, κακαρίζω ό.π.τ. : Τ’ ορνίθ’ κακαρίσ’ (Η κότα κακαρίζει) Ανακ. -Κωστ.Α. || Παροιμ. Πασχά ερντα̈́ 'εννάς το 'βό, τσ̑' έρτσ̑εσαι σε μέν' τζ̑αι καρκαρίζεις (Σε άλλη μεριά γεννάς το αβγό κι έρχεσαι σε μένα και κακαρίζεις˙ για όσους παριστάνουν ότι μας κάνουν καλό, ενώ στην πραγματικότητα ωφελούν άλλους) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. 'ς χώρας τά 'ρνίθε καρκαρίζουν, σέ μες τους χαΐρ' έχουν; (Οι ξένες κότες κακαρίζουν, για μας τι όφελος έχουν;˙ Τα ξένα πλούτη δεν μας ωφελούν) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. κακαλαντίζω, κακανίζω
Τροποποιήθηκε: 13/07/2025