ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κακαρίζω (ρ.) κακαρίζω [kakaˈrizo] Ανακ. καρκαρίζω [karkaˈrizo] Αφσάρ., Γούρδ., Φάρασ. Μεσν. ρ. κακαρίζω. Ο τύπ. καρκαρίζω νεότ. Πβ. και καρκαρίντζω Απουλ., καρκαρίζ-ζω Καλαβρ.
Για όρνιθα, κακαρίζω Ανακ. : Τ’ ορνίθ’ κακαρίσ’ (Η κότα κακαρίζει) Ανακ. -Κωστ.Α. || Παροιμ. Πασχά ερντα̈́ 'εννάς το 'βό, τσ̑' έρτσ̑εσαι σε μέν' τζ̑αι καρκαρίζεις (Σε άλλη μεριά γεννάς το αβγό κι έρχεσαι σε μένα και κακαρίζεις˙ για όσους παριστάνουν ότι μας κάνουν καλό, ενώ στην πραγματικότητα ωφελούν άλλους) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. κακαλαντίζω, κακανίζω