κακοδοικώ
(ρ.)
'κοδοικάω
[koðiˈkao]
Φάρασ.
'κοδοικάγω
[koðiˈkaɣo]
Φάρασ.
'κοδοικώ
[koðiˈkao]
Φάρασ.
'κοδοιdζ̑ίζω
[koðiˈdʒiso]
Φάρασ.
Αόρ.
'κοδοίκ’σα
[koˈðiksa]
Φάρασ.
Από το μεσν. ρ. κακοδοικῶ (για την σημ. 2), το οπ. από το μεσν. ρ. κακοδιοικῶ = α) κακοδιαχειρίζομαι β) κακοδιοικώ (βλ. και Ανδριώτης 1948: 42, 57). Κατά τον Χατζιδάκι (1892: 394) η λ. από το ρ. καταδικάζω με επίδρ. του κακο- (βλ. και Dawkins 1916 610). Κατά τον Dawkins (1921: 49) από ρ. κακοαδικώ.
1. Φυλακίζω
:
Είπεν ντι ο γιος του: «Σ̑αχζαdές, αdένα σάμ' 'άν’dα κοδοιτζ̑είς, γροικά· ένι ρουσ̑ού νομάτ'» ·'στέρου έβγκαλέν ντα το φσ̑όκ-κο, αdζ̑είνο του 'κοδοίκ'σανε το νομάτη
(Είπε ο γιος του: «Άρχοντα, αυτός που καταδίκασες, έχει ανθρώπινη νόηση, είναι άνθρωπος του βουνού"· ύστερα το παιδί έβγαλε (από την φυλακή) τον άνθρωπο που είχαν φυλακίσει)
Φάρασ.
-Dawk.
2. Βλάπτω